- δυσμετάβολος
- δυσμετά-βολος, ον, = foreg., Damocr. ap. Gal.13.1003. Adv. -λως ib.1004.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσμεταβόλως — δυσμετάβολος adverbial δυσμετάβολος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμεταβόλους — δυσμετάβολος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμεταβόλῳ — δυσμετάβολος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμετάβολα — δυσμετάβολος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)